- καταπίπτω
- καταπί̱πτω , καταπίπτωfallpres subj act 1st sgκαταπί̱πτω , καταπίπτωfallpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπίπτω — (καταπίπτω), κατέπεσα βλ. πίν. 141 Σημειώσεις: καταπέφτω – (καταπίπτω) : η σημασία έχει διαφοροποιηθεί. Το καταπέφτω σημαίνει → χάνω τις δυνάμεις μου (από αρρώστια κτλ.), ενώ το καταπίπτω (με εύχρηστο κυρίως τον αόριστο κατέπεσα) σημαίνει → πέφτω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπίπτω — (AM καταπίπτω) βλ. καταπέφτω … Dictionary of Greek
καππίτνῃ — καταπίπτω fall pres subj mp 2nd sg καταπίπτω fall pres ind mp 2nd sg καταπίπτω fall pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπτωκότα — καταπίπτω fall perf part act neut nom/voc/acc pl καταπίπτω fall perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεσούμενον — καταπίπτω fall fut part mid masc acc sg (attic epic doric) καταπίπτω fall fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεσόν — καταπίπτω fall aor part act masc voc sg καταπίπτω fall aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεσόντα — καταπίπτω fall aor part act neut nom/voc/acc pl καταπίπτω fall aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεσόντων — καταπίπτω fall aor part act masc/neut gen pl καταπίπτω fall aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπέπτωκε — καταπίπτω fall perf imperat act 2nd sg καταπίπτω fall perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπέπτωκεν — καταπίπτω fall perf ind act 3rd sg καταπίπτω fall plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)